раз — I I – приставка; рас – перед глухими согласными. Цслав. форма вместо исконнорусск. роз , рос . См. роз . II II, род. п. а, сюда же образ, укр., блр. раз, сербохорв. ра̑з лопатка для отмеривания зерна , отвал плуга , словен. rа̑z гребок для… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] … Dictionary of Greek
αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
αρραγής — ές (AM ἀρραγής [ οῡς], ές) 1. ο ακλόνητος, ο σταθερός 2. ο πολύ στερεός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ρωγμές 2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρραγής < ερράγην, β παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι] … Dictionary of Greek
ημιρραγής — ές (Α ἡμιρραγής, ές) εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρραγής < θ. ραγ (πρβλ. ερράγην, αόρ. τού ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο ρραγής, α ρραγής] … Dictionary of Greek
ηπατορραγία — η αιμορραγία τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhagia < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhagia (πρβλ. ρραγία < θ. ραγ τού ερράγην τού ρήγνυμι)] … Dictionary of Greek
θηλορραγία — η ιατρ. η αιμορραγία τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ρραγία (< ρραγής < ερράγην, αορ. β τού ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία, γαστρο ρραγία] … Dictionary of Greek
λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… … Dictionary of Greek
πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek